- ποτηριοφόρος
- -ον, Α(ποιητ. τ.) αυτός που φέρει, που κρατά ένα ή περισσότερα ποτήρια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτήριον + -φόρος (< φέρω), πρβλ. μαχαιρο-φόρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ποτηριοφόρος — bearing a drinking cup masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek